- πρῶν
- πρῶν, πρῶνος, pl. πρώονες: foreland, headland. (Il.)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
Πρών — foreland masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρών — foreland masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρών — (I) ῶνος και ωνός και επικ. εκτεταμένος τ. πρώων και επικ. ασυναίρ. τ. πρηών, ῶνος και ποιητ. τ. πρεών, όνος, ὁ, Α 1. το προεξέχον τμήμα γης ή όρους και, ιδίως, λόφος που προεκτείνεται προς τη θάλασσα, ακρωτήριο 2. φρ. «Δελφὸς πρών» ο Παρνασσός.… … Dictionary of Greek
Πρῶν' — Πρῶνα , Πρών foreland masc acc sg Πρῶνε , Πρών foreland masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρῶν' — πρῶνα , πρών foreland masc acc sg πρῶνε , πρών foreland masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρωνί — Πρών foreland masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωνί — πρών foreland masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρωνῶν — Πρών foreland masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωνῶν — πρών foreland masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρωνός — Πρών foreland masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωνός — πρών foreland masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)